περισυναγωγή

περισυναγωγή

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περισυναγωγή" в других словарях:

  • περισυναγωγή — η, Ν περισυλλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισυνάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Α.Π. Κεραμέα] …   Dictionary of Greek

  • περισύναγμα — ατος, τὸ, Μ [περισυνάγω] η περισυναγωγή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»