περισυναγωγή
Смотреть что такое "περισυναγωγή" в других словарях:
περισυναγωγή — η, Ν περισυλλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισυνάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Α.Π. Κεραμέα] … Dictionary of Greek
περισύναγμα — ατος, τὸ, Μ [περισυνάγω] η περισυναγωγή … Dictionary of Greek